- εύκομος
- εὔκομος, -ον, επικ. και λυρικός τ. ἠΰκομος, -ον (Α)1. (για θεές και ευγενείς γυναίκες) αυτή που έχει ωραία κόμη, ωραία μαλλιά, η καλλίκομος2. (για ζώα) αυτός που έχει καλό, ωραίο μαλλί, ο εύμαλλος («εὔκομα μῆλα» — τα εύμαλλα πρόβατα, Ανθ. Παλ.)3. (για δέντρα) α) αυτός που έχει ωραίο φύλλωμα («δένδρεσιν ἠϋκόμοισιν», Εμπ.)β) καρποφόρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κομος (< κόμη), πρβλ. βαθύ-κομος, καλλί-κομος].
Dictionary of Greek. 2013.